μουλίων

μουλίων
μουλίων
mulio
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μουλίων — μουλίων, ὁ (Α) [μούλη] ημιονηγός, μουλαράς …   Dictionary of Greek

  • Μουλίων — Μούλιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουλίωνα — μουλίων mulio masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουλιωνικός — μουλιωνικός, ή, όν (Α) [μουλίων] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μουλίωνα, στον ημιονηγό («μουλιωνικαὶ κάλικαι», Έδικτ. Διοκλ.) …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Βαρβάρας, δήμος — Ονομασία δύο δήμων. 1. Δήμος (30.562 κάτ.) της νομαρχίας Αθηνών του νομού Αττικής, που περιλαμβάνει τον ομώνυμο οικισμό. 2.Νέος δήμος (5.310 κάτ.) του νομού Ηρακλείου, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”